- φωνοκοπώ
- φωνοκόπησα, αμτβ., φωνάζω αδιάκοπα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωνοκοπώ — και φωνοκοπάω, Ν φωνάζω αδιάκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κοπώ* (πρβλ. γλεντο κοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα] … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek